Το λιγότερο φόρο τιμής που έχουμε να αποτίσουμε, σε αυτούς που ανιδιοτελώς μας χάρισαν την Ελευθερία μας είναι να τους θυμόμαστε που και που γιατί ο λαός που ξεχνάει την ιστορία του, χάνει την ταυτότητα του.
Σαν σήμερα 25 του Σεπτέμβρη του 1849 πέθανε ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (1782-1849).
Ο Νικηταράς ήταν Αρκάς. Γεννήθηκε στο χωριό Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης το 1782 και πατέρας του ήταν ο κλέφτης Σταματέλος Τουρκολέκας.
Η μητέρα του Σοφία Καρούτσου ήταν αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου
Κολοκοτρώνη. Ο Νικηταράς λοιπόν ήταν ανιψιός του Γέρου του Μωριά. Κατά
μία άλλη εκδοχή, ο Νικηταράς γεννήθηκε το 1784 στο χωριό Νέδουσα
Μεσσηνίας, ένα μικρό χωριό στους πρόποδες του Ταΰγετου, προς την μεριά
του Μιστρά, 25 περίπου χιλιόμετρα από την Καλαμάτα. Έτσι κι αλλιώς, τα
παιδικά του χρόνια τα έζησε στο χωριό του πατέρα του, στο χωριό
Τουρκολέκα του Δήμου Φαλαισίας της επαρχίας Μεγαλουπόλεως, του Νομού
Αρκαδίας. Εντεκάχρονος, βγήκε στο αρματολίκι ακολουθώντας τον πατέρα
του. Αργότερα εντάχθηκε στο «μπουλούκι» του περίφημου κλέφτη Ζαχαριά
Μπαρμπιτσιώτη. Κοντά του έμαθε τα μυστικά της πολεμικής τέχνης,
ξεχωρίζοντας για την ανδρεία και την ευρωστία του. Ήταν ψηλός,
μελαχρινός, πρώτος στο πήδημα και γρήγορος στο τρέξιμο. Η αλληλοεκτίμηση
και η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ του Καπετάνιου και του Νικηταρά,
οδήγησαν τελικά στον γάμο του με την κόρη του Ζαχαριά, την Αγγελίνα.
Το 1805, στο μεγάλο διωγμό των κλεφταρματολών, ο πατέρας του σκοτώθηκε
από τους Τούρκους και ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του Θ. Κολοκοτρώνη στην Ζάκυνθο. Έκτοτε, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Την αφοσίωση του Νικηταρά προς τον θείο του ο λαός την είπε με δύο λόγια. « Μπροστά πηγαίνει ο Νικηταράς και πίσω ο Κολοκοτρώνης» αλλά και θέλοντας να τονίσουν την στενή και άρρηκτη σχέση των δύο ανδρών έλεγαν: « Η κεφαλή ήτο του Κολοκοτρώνη και η χειρ του Νικηταρά ».
Εκείνο τον καιρό τα Επτάνησα τα εξουσίαζαν οι Ρώσοι. O Νικηταράς
εντάχθηκε στο ρωσικό στρατό και με το τάγμα του πολέμησε εναντίον του
Ναπολέοντα στην Ιταλία. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ζάκυνθο και
υπηρέτησε αυτή την φορά τους Γάλλους, που στο μεταξύ είχαν καταλάβει το
νησί με την συνθήκη του Τίλσιτ. Στις 18 του Οκτώβρη του 1818 – ενώ
βρισκόταν στην Καλαμάτα – μυήθηκε στη Φιλική εταιρεία από τον Ηλία
Χρυσοσπάθη. Με συντροφιά τον Αναγνωσταρά και αργότερα τον Δ. Πλαπούτα, περιόδευσε την Πελοπόννησο κατηχώντας πολλούς στο μεγάλο μυστικό και ετοιμάζοντας τον λαό για τον επερχόμενο ξεσηκωμό. Με
την έκρηξη της επανάστασης, μαζί με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη
και άλλους οπλαρχηγούς μπήκε στην Καλαμάτα, στις 23 του Μάρτη του 1821.
Είχε ενστερνισθεί βαθιά τις απόψεις και τα σχέδια του θείου του και πήρε
μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Τρίπολης που τότε
ήταν το Διοικητικό κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο. Στις 12-13 του
Μάη επικεφαλής 800 ανδρών συμμετείχε στην νικηφόρα μάχη στο Βαλτέτσι.
Αμέσως μετά και ενώ κατευθυνόταν προς το Ναύπλιο με
200 μόλις άντρες, προέκυψε η ανάγκη να αντιμετωπίσει στα Δολιανά,
ισχυρή Τουρκική δύναμη 6.000 ανδρών υπό τον Κεχαγιάμπεη, υποστηριζόμενη
και από πυροβόλα. Ήταν 18 του Μάη του 1821. Εκεί απέδειξε στο έπακρο τον
ηρωισμό του και την σπάνια στρατιωτική του αρετή και ικανότητα.
Κατάφερε να τους προξενήσει τεράστια καταστροφή και σχεδόν να τους
αποδεκατίσει.
Έντρομοι
οι Τούρκοι σκορπίστηκαν στις γύρω ρεματιές για να γλυτώσουν,
εγκαταλείποντας τα ζώα και τα πυροβόλα τους στα χέρια των Ελλήνων. Ο
Νικηταράς, βλέποντας τους να φεύγουν τους φώναζε : « Σταθήτε Πέρσαι να πολεμήσωμε» και
μάλιστα τους αποκαλούσε Περσιάνους. Αν στη μάχη στο Βαλτέτσι διακρίθηκε
για την ανδρεία του, στην μάχη των Δολιανών, η ιστορία τον πήρε στα
φτερά της. Οι επευφημίες των συντρόφων του έφτασαν ίσαμε τα ουράνια και
για πρώτη φορά, βγαλμένο απ᾽τις καρδιές των συναγωνιστών του, ακούστηκε
το παρατσούκλι που θα τον συνόδευε σε όλη του την ζωή. Με αυτό πέρασε
στην ιστορία. Με αυτό έμεινε στη συνείδηση και την ψυχή των Ελλήνων.
Συγκεκριμένα μετά
την μάχη στα Δερβενάκια, συγκεντρώθηκαν τα λάφυρα σε τεράστιους σωρούς.
Αξιωματικοί και στρατιώτες μαζεύτηκαν για την μοιρασιά. Κάποιοι
πρόσεξαν πως ένας συναγωνιστής τους έλειπε από την συντροφιά. Ήταν ο
Νικηταράς.Παρά την άρνηση του να πάρει κι αυτός κάποια λάφυρα, στο τέλος
και μετά από την επιμονή των συντρόφων του, πήρε μια σέλα, μια
ταμπακέρα ξυλόγλυπτη κι ένα σπαθί. Την σέλα χάρισε αμέσως σε
συμπολεμιστή και φίλο του. Την ταμπακέρα, την έστειλε στην γυναίκα του
Αγγελίνα με το σημείωμα « Την στέλνω σε σένα που αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι». Το
ξίφος το έστειλε στην Ύδρα για τις ανάγκες του στόλου. Οι πρόκριτοι
όμως του νησιού, το επέστρεψαν λέγοντας ότι το σπαθί αυτό, μόνον όταν το
κρατεί το χέρι του Νικηταρά έχει αξία. Την ίδια εποχή – λέγεται – ότι
χάρισε ένα μικρόσωμο άλογο χωρίς ουρά στον λαϊκό στιχουργό του αγώνα Τσοπανάκο
ενώ σε κάποιο νησί πρότεινε κι έστειλαν μια καμήλα. Οι νησιώτες που δεν
είχαν ξαναδεί τέτοιο ζώο, ύστερα από σκέψη πολλή και με την σύμφωνη
γνώμη του γεροντότερου, αποφάσισαν πως πρόκειται για « χιλιόχρονο λαγό ».
Η αφιλοκέρδεια και η ανιδιοτέλεια του Νικηταρά έμεινε παροιμιώδης. Ποτέ δεν ζήτησε και ποτέ δεν πήρε.
Η φτώχεια και η τύφλωσή του τον οδήγησαν τελικά στην επαιτεία.
Με εντολή της αρχής που όριζε τα πόστα επαιτείας στον Πειραιά, του
όρισαν μια θέση κοντά στην σημερινή εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του
επέτρεπαν να στέκεται εκεί κάθε Παρασκευή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου